λογύδριον

λογύδριον
λογύδριον
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • λογυδρίοις — λογύδριον neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογυδρίων — λογύδριον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογύδρια — λογύδριον neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λογύδριο — το (AM λογύδριον) μικρός, σύντομος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < λόγος + υποκορ. κατάλ. ύδριον (πρβλ. στηλ ύδριον)] …   Dictionary of Greek

  • λόγος — I Η ομιλία, η λαλιά του ανθρώπου ως μέσο έκφρασης και επικοινωνίας. Βλ. λ. γλώσσα. Λ. επίσης ονομάζεται η λογική. Βλ. λ. λογική. II (Μαθημ.). Ας είναι Α και Β δύο ομοειδή γεωμετρικά μεγέθη, για παράδειγμα, δύο ευθύγραμμα τμήματα· ενδέχεται φυσικά …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”